Η ενεργειακή αγορά σήμερα βρίσκεται σε ραγδαίες και ριζικές εξελίξεις. Το ίδιο ισχύει και για το ερευνητικό κομμάτι όπου αναζητούνται εναλλακτικές μορφές ενέργειας και βελτιστοποιούνται υπάρχουσες μέθοδοι ανάκτησης. Το ενεργειακό μείγμα αλλάζει σύσταση με την απολιγνιτοποίηση και την επένδυση σε ΑΠΕ ενώ παράλληλα γίνεται μία σημαντική προσπάθεια προώθησης της ηλεκτροκίνησης.
Ένα σοβαρό πρόβλημα για την Ελλάδα σε ό,τι αφορά την υιοθέτηση της σημερινής Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, αποτελεί το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής που μέχρι πρόσφατα δεν αποτελούσε προτεραιότητα της χώρας της, καθώς η χρήση του λιγνίτη υπήρξε στρατηγική επιλογή, παρά της αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, μιας και είναι το μόνο εγχώριο ορυκτό καύσιμο. Σύμφωνα με έκθεση του ΙΕΝΕ το ποσοστό των ΑΠΕ στην τελική ενεργειακή κατανάλωση το 1990 ήταν στο 7%, το 2016 ήταν στο 8% όταν ο εθνικός στόχος για το 2020 έχει οριστεί στο 20%. Είναι επομένως εμφανές πως για την Ελλάδα οι ενεργειακή στόχοι της Ευρώπης αλλά και οι εθνικοί, αποτελούν μία δύσκολη πρόκληση.
Η ΕΕ οριοθετεί ένα πιο οικολογικό πρότυπο και στρέφεται σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας, όπως τα βιοκαύσιμα, η ηλιακή ενέργεια, η αιολική ενέργεια. Αναπτύσσει μεθόδους και ιδρύει τεχνικές για πιο καθαρές πηγές ενέργειας. Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινείται και η χώρα μας με το 38% των πόρων της να επενδύεται στην πράσινη ανάπτυξη της. Άμεση έχει κριθεί η απεξαρτητοποίηση της από τον λιγνίτη, μιας και η χώρα μας βγαίνει ζημιωμένη από την χρήση αυτού. Η ανάγκη για εξεύρεση ισορροπίας μεταξύ των ΑΠΕ και της προστασίας του περιβάλλοντος γίνεται στόχος της Ελλάδας, καθώς μέχρι το 2030 η εισροή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή έχει οριστεί στο 60%. Η μείωση των ενεργοβόρων βιομηχανιών και η ανάπτυξη τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας είναι επιπλέον τομείς που έχουν μπει στο στόχαστρο της ενεργειακής τους αναβάθμισης. Μέσα από την ηλεκτροκίνηση και τα «έξυπνα» κτήρια διαγράφεται ένα πιο πράσινο και πιο καθαρό περιβάλλον, στόχος που ορίζεται ακόμη και από την Ατζέντα του 2030 (SDG 7, 9, 11).